DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
χρήμα ευχερώς υποκείμενο σε μεταβολές της αγοραστικής του δύναμης
fin. Banknoten f; Bargeld n; Notenumlauf m; Papiergeld n; Papierwährung f; fiduziarisches Geld