DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
to phrases
μίσθωση v
account. Leasingverhältnis
forestr. pachten
law, transp. Pacht
Μίσθωση κατά την οποία ο εκμισθωτής διαθέτει το α/φος, το πλήρωμα και έχει την ευθύνη της πτητικής εκμετάλλεσυης v
transp., avia. Vermieten oder Anmieten mit Besatzung Wet lease
μίσθωση λειτουργική- v
account. Leasing Operating-
μίσθωση
: 61 phrases in 12 subjects
Accounting5
Agriculture2
Business1
Commerce2
Communications4
Economy4
Finances13
General1
Law14
Marketing7
Procedural law1
Transport7