DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
μέσα παραγωγής; εισροές στο παραγωγικό σύστημα; εισροές ; παραγωγικά μέσα
econ., agric., R&D. Betriebsmittel n; Einsatz von Betriebsmitteln; Einsatz von Produktionsmitteln; Input m