DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
to phrases
αντιπυρικό διάφραγμα
mech.eng. Brandschott n; Brandspant m
transp. Brandschottdurchführung f; Brandspantdurchführung f
Αντιπυρικό διάφραγμα
astronaut., transp. Brandschott n; Brandwand f; Feuerschutz m
αντιπυρικό διάφραγμα
: 3 phrases in 1 subject
Mechanic engineering3