DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
αναλογία μεταφοράς βραχυκυκλωμένου ρεύματος ορθής πόλωσης χαμηλών σημάτων
el. Kurzschlußstromverstärkung f; Stromverstärkungsfaktor m