DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
brut n
agric. "brut"
Brut n
agric. γόνος
med. αυγά ψαριών; αυγά βατράχων; κλώσημα; νεογνά ωοτόκου ζώου
mining. άγονο; γαιώδεις προσμίξεις; στείρο; σύνδρομα ορυκτά; χώμα μεταλλεύματος
nat.sc. επώασις
nat.sc., agric. ιχθύδιο; εμβόλιο μύκητα; μυκήλιο; σπόρος; φυσική επώαση
Brüten n
earth.sc. αναπαραγωγή
environ. εκκόλαψη; επώαση/εκκόλαψη
med. επώαση
Brüter n
gen. αναπαραγωγικός αντιδραστήρας
agric. επωαστήριο
Brueter v
nucl.pow. αναπαραγωγικός αντιδραστήρας
Brueten v
nat.sc. επώαση
brut"
: 16 phrases in 5 subjects
Agriculture3
General1
Medical9
Natural sciences2
Research and development1