DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
χαρακτηριστικό m
commun., el. fyrkaraktär
forestr. beskáffenhet
math. karakterístika
relig. kä̀nnetécken
stat. attribút; karakterístika
ιδιοχαρακτηριστικό γνώρισμα m
pharma., environ. attribút
χαρακτηριστικό XML m
comp., MS XML-attribut
ιδιοχαρακτηριστικό m
environ. attribút (γνώρισμα)