DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
προστατευτικό περίβλημα
gen. skyddskapsling
nucl.phys. inneslutning; reaktorinneslutning
transp., mech.eng. vèvhus
Προστατευτικό περίβλημα στην πυρηνική βιομηχανία
environ. inneslutning; ùppdämning; ùppdämning politik