DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
πληθυσμός v
account. befólkning
agric. genpopulation
stat. population
De jure σύμφωνα με το νόμο πληθυσμός v
immigr. de jure-befolkning
πληθυσμός οικολογικός v
environ. bestǻnd
de facto εν τοις πράγμασι πληθυσμός v
immigr. de facto-befolkning