DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
οργανισμός
gen. organísm
comp., MS organisatión
environ. organisatión (νομικός όρος)
law orgán
transp. trafikföretag
Οργανισμός
environ. organismer
mater.sc. organísm
οργανισμός οργάνωση για τη διατήρηση της φύσης
environ. naturskyddsorganisation