DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
απόθεμα v
gen. resérv
econ. láger
απόθεμα βιολογικός όρος v
environ. härstamning; famílj; stàm
απόθεμα v
law disponibla medel; reserver
απόθεμα εμπόριο v
environ. tìllgångar; bestǻnd; förrǻd