DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
αποδέσμευση v
energ.ind. stall
environ. desorption
IT logga av; slå áv
αποδέσμευση απελευθέρωση, έκλυση μεταλλαγμένων v
environ. utsläpp av muterade mirkoorganismer
Αποδέσμευση v
gen. friställa
αποδέσμευση απελευθέρωση, έκλυση οργανισμών v
environ. utsättning av organismer