DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
duration n
econ., fin. "διάρκεια" : μέθοδος υπολογισμού βασιζόμενη στο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας
fin. διάρκεια; πραγματική διάρκεια; ωφέλιμη διάρκεια; duration
duration
: 4 phrases in 1 subject
Finances4