DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
υλικό πλήρωσης
environ. vulmiddel n (γέμισης, επιχωμάτων)
industr., construct. vulmateriaal n; vulsel n
met. toevoegmetaal n; vulmetaal
"υλικό πλήρωσης γέμισης, επιχωμάτων"
environ. vulmiddel n