DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής
gen. uitregenen
environ. fixatie f
Κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής
gen. uitspoelen