DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
ειδική ραφή των κοιλιακών τοιχωμάτων κατά την οποίαν μεταξύ ιστών και ράμμα τος παρεμβάλλεται προστατευτικόν υλικόν π.χ.σπόγγος,βαμβάκι,κλπ.
med. ontspanningshechting n