DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
to phrases
ελάχιστη μονάδα διαπραγμάτευσης κινητών αξιών στο χρηματιστήριο
fin. lotto m; lotto di titoli; unità di contrattazione
ελάχιστη
: 1 phrase in 1 subject
Medical1