DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
to phrases
μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα
energ.ind. ampacity; continuous current-carrying capacity; current-carrying capacity
μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα
: 3 phrases in 2 subjects
Earth sciences1
Metallurgy2