DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
αμοιβή για υπηρεσίες θεματοφύλακα καταβαλλόμενη από τους παρέχοντες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες
econ., market. fiduciary duty owned by a financial service supplier