DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
μεταχειρισμένο αγαθό
environ. second-hand goods Goods or products that have been used previously
μεταχειρισμένο αγαθό εμπόρευμα, είδος
environ. second-hand goods
μεταχειρισμένο αγαθό
market., cultur. second-hand good
"μεταχειρισμένο αγαθό εμπόρευμα, είδος"
environ. second-hand good