DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
ylivuoto form.
commun., IT υπερροή
environ. υπερχείλιση; υπερπλήρωση
industr., construct., chem. ξεχείλισμα; Πλημμύρισμα
IT, el. υπέρβαση
IT, lab.law. Υπέρβαση
med. αριθμητική υπερχείλιση