DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
yhdistäminen n
gen. ένωση; συνένωση των πόρων; συγκέντρωση των πόρων
environ. ενσωμάτωση; εγγραφή; συγχώνευση; σύσταση εταιρείας
fin. συγκέντρωση
industr., construct. σύνδεση
law, fin. ενσωμάτωση/εγγραφή/συγχώνευση/σύσταση εταιρείας
stat. άθροισμα
work.fl., IT είδια σύζευξη; σύζευξη
yhdistäminen
: 9 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Life sciences2
Microsoft5
Statistics1