DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
virranrajoitin form.
el. περιοριστής ρεύματος; γόνατοορίου ρεύματος
tech., energ.ind., el. στραγγαλιστική διάταξη
transp., mil., grnd.forc., el. πηνίο; σταθεροποιητής; στραγγαλιστικό πηνίο; συσκευή τροφοδότησης με μπάλαστ