DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
viranomainen form.
gen. φορέας του δημόσιου τομέα
environ. αρμόδιος φορέας; διοικητικό όργανο; προϊσταμένη αρχή; αρμόδιος φορέας/προϊσταμένη αρχή/διοικητικό όργανο
forestr. εξουσία; αρχές (διοικητικές)
law αρχή; δημόσια υπηρεσία; δημόσια όργανα; δημόσια εξουσία
viranomainen
: 14 phrases in 7 subjects
Economics2
Environment2
Finances1
General2
Labor law3
Law3
Transport1