DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
vetovaijeri form.
agric. συρματόσχοινο τράτας
agric., mech.eng. σχοινίον έλξεως; συρματόσχοινο έλξης; κύριο συρματόσχοινο έλξεως; καλώδιο έλξης; συρματόσχοινο μετατοπίσεως