DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
vetoköysi form.
agric. συρματόσχοινο ρυμουλκήσεως
agric., mech.eng. συρματόσχοινο μετατοπίσεως; σχοινίον έλξεως; καλώδιο έλξης; κύριο συρματόσχοινο έλξεως; συρματόσχοινο έλξης
fish.farm. συρματόσχοινο με το οποίο σέρνεται το δίχτυ στο βυθό; σχοινί δανέζικης τράτας; συρματόσχοινο τράτας