DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
vesitie form.
gen. σύστημα ενίσχυσης πίεσης νερού κλειστού κυκλώματος,ζεύξη κλειστού κυκλώματος παροχής νερού
environ. υδάτινη οδός; πλωτή οδός; διάρρους; υδαταγωγός; υδατόρρευμα; πλωτή οδός/υδατόρρευμα/υδαταγωγός/διάρρους
transp. υδάτινο ρεύμα
transp., nautic. άνοιγμα; πλωτή γραμμή; πλωτόν πλάτος
vesitie
: 1 phrase in 1 subject
Economics1