DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
varasto n
gen. Αποθήκη
commun. βιβλιοστάσιο
econ. απόθεμα
econ., agric. αποθήκη
energ.ind. εγκαταστάσεις αποθήκευσης
environ. κατάλογος m; ταμιευτήρας f
law, fin., environ. απογραφή/κατάλογος
life.sc. υδαταποθήκευσις m
mech.eng. αποθήκευση
varasto
: 14 phrases in 6 subjects
Earth sciences1
Economics4
Finances3
Industry1
Materials science4
Microsoft1