DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
valtatie form.
environ. αυτοκινητόδρομος; λεωφόρος; κεντρική οδική αρτηρία; αυτοκινητόδρομος/λεωφόρος
transp., el. κύρια υπεραστική αρτηρία; κύρια υπεραστική οδός
valtatie
: 1 phrase in 1 subject
Economics1