DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
vajaasärmä form.
forestr. λειψάδι; εξακρίδιο; ελαττώνω; μειώνω; φθίνω; ελαττωμένος; μειωμένος; κουρεμένος; κλαδεμένος
industr., construct. βαθούλωμα; κοίλωμα
transp. απότμηση; κοιλότητα