DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
vaimentaa v
commun. σβήσιμο; βαθμιαία αυξομείωση της εξόδου ενός καναλιού; βαθμιαία εξασθένηση; διάλειψη
comp., MS σίγαση
earth.sc., el. αποσβένω; εξασθενώ
IT, industr., construct. εξασθενίζω