DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
vahvike form.
agric. στήριγμα
industr., construct. ένθετο; παρέμβλημα
industr., construct., chem. ενισχυτικό υλικό
mech.eng. εξάρτημα ενίσχυσης; ενίσχυση
vahvike
: 4 phrases in 2 subjects
Industry2
Transport2