DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
vahinko form.
gen. ζημιογόνο γεγονός
econ. ζημία
environ. βλάβη; ελάττωμα; παρενόχληση; βλάβη/ζημία/ελάττωμα; όχληση; απώλεια/ζημία; όχληση/ενόχληση/παρενόχληση
forestr. ατύχημα
vahinko
: 8 phrases in 2 subjects
Agriculture2
Insurance6