DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
väkevöinti form.
gen. εμπλουτισμός
agric. διόρθωση; αύξηση του φυσικού αλκοολικού τίτλου; ανόρθωση
environ. συγκέντρωση; συμπύκνωση; συγκέντρωση/συμπύκνωση
hobby, agric. εμπλουτισμός οίνου; αλκοόλωση