DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
uurre form.
gen. αρμός
agric. ραβδώσεις; αυλακιά; ολκός
construct. εγκοπή οριζοντίας θωρακικής επενδύσεως; λαιμός
transp. ράβδωση; αύλακας; αυλάκι; εγκοπή; εντομή; εντορμία; πατούρα
uurre
: 4 phrases in 1 subject
Earth sciences4