DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
urheilu n
econ. αθλητισμός m
environ. αθλοπαιδιά m; άθλημα f; άθληση; μεταλλακτός m (τύπος); αθλοπαιδιά/άθληση/άθλημα/μεταλλακτός τύπος
Urheilu n
comp., MS Αθλητικά f