DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
ulosottaja form.
industr., construct., chem. Mηχανισμός απορρίψεως; απορρίπτης
industr., construct., met. απολήπτης; εξαγωγέας; συλλέκτηςεργαλείο; εκκενωτής καλουπιού