DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
työvoima abbr.
econ. εργατικό δυναμικό
econ., social.sc., empl. οικονομικώς ενεργός πληθυσμός ; εργατικό δυναμικό
environ. εργασία; ανθρώπινο δυναμικό
lab.law. οικονομικά ενεργός πληθυσμός; έργο
law, lab.law. εργατιά
social.sc., empl. ενεργός πληθυσμός
työvoima
: 1 phrase in 1 subject
Social science1