DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
työtahti form.
gen. επίδοση; παροχή εργασίας; ρυθμός εκτέλεσης εργασίας; ταχύτητα εκτέλεσης εργασίας
econ. ρυθμός της εργασίας
fin., empl. απόδοση
lab.law. ρυθμός εργασίας
law, lab.law. κύκλος; κύκλος εργασίας; βέλτιστος ρυθμός εργασίας
nat.sc., agric. ταχύτητα εργασίας
Työtahti form.
empl. ρυθμός εργασίας