DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
työntekijäjärjestö form.
law, lab.law. εργατική οργάνωση
unions. συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων; εργατικό σωματείο/συνδικαλιστική οργάνωση; συνδικάτο; συνδικαλιστική οργάνωση