DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
työnjohtaja form.
construct. επιστάτης; εργοδηγός
forestr. πρωτομάστορας; ειδικευμένος δασεργάτης
gov. επικεφαλής εργαστηρίου
lab.law. προϊστάμενος
law ανώτερος υπάλληλος
law, lab.law. αρχιεργάτης
nat.sc., agric. επιβλέπων; επόπτης εργασιών
stat. επόπτης; επιθεωρητής