DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
työharjoittelu form.
ed., lab.law. πρακτική
law, lab.law. πρακτική εξάσκηση
social.sc., ed. τοποθέτηση σε επιχείρηση προς απόκτηση επαγγελματικής κατάρτισης ή πείρας