DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
työalue abbr.
el. όρια λειτουργίας
forestr. εργοτάξιο
IT ενδιάμεση αποθήκευση; ζώνη ανάπτυξης; ξήλωμα; πεδίο δράσης; πεδίο παρέμβασης
lab.law., el. περιοχή εργασίας; σημείο εργασίας; χώρος εργασίας
law, lab.law. ζώνη εργασίας