DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
tuotantoeläin form.
agric., anim.husb. προσοδοφόρο ζώο' ζώο απόδοσης
anim.husb. ζώο εκμεταλλεύσεως
econ. ζώο αγροκτήματος