DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
tulo form.
econ. εισόδημα
el. είσοδος
forestr. έσοδο; κέρδος; όφελος
gov., empl. εισόδημα από εργασία
law πρόσοδος
tulo- form.
stat., commun., scient. εισερχόμενος
tulo
: 3 phrases in 2 subjects
Earth sciences2
Finances1