DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
tukkeutuminen form.
gen. έμφραξη; επιπλήρωση; πιάσιμο του φίλτρου με στερεές ουσίες; στόμωση; φράξιμο
commun. σφράγισμα
life.sc., construct. επιλύωσις εδάφους
met. κλείσιμο
tukkeutuminen
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1