DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
tukipilari form.
mech.eng. ιδιοσυσκευή πρόσθετης έδρασης-αντιστήριξης τεμαχίων
mech.eng., construct. ραβδία εδρών
transp., construct. στύλος; κίων; κολόνα; στήλη
tukipilari
: 1 phrase in 1 subject
Transport1