DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
tukilanka form.
agric. δεσμός
el. άκρο
industr., construct. νήμα διαστατικής σταθερότητας; νήμα ενίσχυσης; νήμα παρεμβολής; ψευτοστημόνι; ψευτοϋφάδι