DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
tuki n
gen. σφήνα f; τάκος
agric. στύλοςκν.; ενισχυτικό m; πάσσαλοι; πάσσαλος αμπέλου; σιδηροπάσσαλοι υποστυλώσεως πρέμνων; στήριγμα αμπέλου; στυλιάρια f; στύλοι m; φουρκάδες; κίονας; κολόνακν.; πουντέλικν.
comp., MS υποστήριξη; υποστηρίζω
construct. ακαμψία; εφέδρανο; αντηρίδα αντώσεως; δοκάρι οριζόντιας αντιστηρίξεως; στήριγμα f
el. υποστήριγμα f; υποστήριξη του νήματος
fin. επιδότηση
forestr. ακραίο εφέδρανο
law οικονομική ενίσχυση; οικονομική βοήθεια
law, insur. βοηθητικό επίδομα
mech.eng. ενίσχυση
transp. προσάρτημα στήριξης
tuki karikka n
forestr. πάσσαλος m; καπρούλι
tuki
: 32 phrases in 8 subjects
Economics5
Environment3
Finances2
General4
Industry1
Law1
Microsoft4
Transport12