DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
touvi abbr.
industr., construct. φιτίλι συνεχών ινών; τόου
transp., nautic. χοντρό πολυδικλωνιασμένο σχοινί; λαντζάνα; λατζάνακοινώς; ρύμα